- ἱστᾷς
- ἱστάωpres subj act 2nd sg (ionic)ἱστάωpres ind act 2nd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… … Dictionary of Greek
ἱστᾶς — ἱστᾶ̱ς , ἱστάω pres ind act 2nd sg (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστάς — ἱστά̱ς , ἵστημι make to stand pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρικατουρίστας — ο γελοιογράφος, σχεδιαστής γελοιογραφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρικατούρα + κατάλ. ίστας (πρβλ. αρτ ίστας, μακετ ίστας)] … Dictionary of Greek
κοντραμπασίστας — ο μουσικός που παίζει κοντραμπάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντραμπάσο + κατάλ. ίστας (πρβλ. κλαρινετ ίστας, φλαουτ ίστας)] … Dictionary of Greek
ραλίστας — ο, θηλ. ραλίστρια, Ν (αθλ.) αυτοκινητιστής που μετέχει σε αγώνες ράλυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράλι / ράλλυ + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας, πιαν ίστας)] … Dictionary of Greek
μακετίστας — ο αυτός που σχεδιάζει και κατασκευάζει μακέτες, επαγγελματίας ικανός να εκτελέσει βάσει σχεδιαγράμματος και σε δοθείσα κλίμακα κάθε αναπαράσταση σε ξύλο, κηρό, πλαστική κ.ά. ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακέτα + κατάλ. ίστας (πρβλ. γραφ ίστας)] … Dictionary of Greek
μπασκετμπολίστας — ο, θηλ. τρια παίκτης τού μπάσκετμπολ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάσκετμπολ + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας)] … Dictionary of Greek
ντραμίστας — ο ο ντράμερ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντραμς + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας)] … Dictionary of Greek
σερφίστας — ο, θηλ. σερφίστρια, Ν (ξεν. λ.) αυτός που κάνει σέρφινγκ, αθλητής τού σέρφινγκ, κυματοδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέρφινγκ* + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας)] … Dictionary of Greek